ντεσιμπέλ

ντεσιμπέλ
Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές της φυσικής αλλά ορίζεται με παρόμοιο τρόπο. Στην ηλεκτρονική και τις τηλεπικοινωνίες με το ν. μετράμε την ισχύ ενός δίθυρου (είσοδος-έξοδος) δικτυώματος. Στην περίπτωση αυτή η απολαβή ισχύος G δίνεται σε ν. βάσει της σχέσης G = 10 log10 (Po/Pi), όπου Po,Pi η ισχύς του σήματος εξόδου και εισόδου αντίστοιχα. Ο ορισμός αυτός γενικεύεται σε οποιοδήποτε σύστημα ή μέσο ή στοιχείο γραμμής, όπου πραγματοποιείται μετάδοση σήματος (ή ενέργειας) μεταξύ δύο σταθμών ή οποιωνδήποτε σημείων. Στη μελέτη ηχητικών κυμάτων και την ηλεκτροακουστική, η κλίμακα ν. περιγράφει το επίπεδο έντασης του ήχου σε σχέση με μία ένταση αναφοράς. Σε αυτή την περίπτωση ορίζουμε την ένταση του ηχητικού κύματος σε ν. μέσω της σχέσης β = 10 log10 (I/Io), όπου Ι η περιγραφόμενη ένταση και Ιο η ένταση αναφοράς. Σημειωτέον πως η απόκριση του ανθρώπινου αυτιού στην ένταση του ήχου ακολουθεί αυτή τη λογαριθμική κλίμακα. Στην παραπάνω σχέση χρησιμοποιούμε, συνήθως, ως Ιο την ένταση του κατωφλίου ακουστικότητας (Ιο = 10-12 W/m2 ) για το οποίο είναι β = 0 dB. To όριο του πόνου βρίσκεται περίπου στα 120 dB.Σε κάθε περίπτωση το ν. είναι ίσο προς το ένα δέκατο του μπελ (σύμβολο Β, προς τιμήν του εφευρέτη της τηλεφωνίας Γκράχαμ Μπελ 1847 – 1922) και χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο από αυτό· χαρακτηρίζεται με το σύμβολο dB ή D. Το ν. αντικαθιστά το νέπερ (σύμβολο Νp). Αποδεικνύεται ότι ισχύει η σχέση: m = 8,68 n dB· δηλαδή τα νέπερ μετατρέπονται σε ν. αν πολλαπλασιαστούν τα πρώτα επί 8,68.
* * *
το
άκλ. μονάδα μέτρησης τής έντασης τού ήχου που ισοδυναμεί με το ένα δέκατο τού μπελ και συμβολίζεται ως dB.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decibel < deci- (< λατ. decimus «δέκατος» < λατ. decem «δέκα») + bel (από το όν. τού Αlexander Graham Bell, εφευρέτη τού τηλεφώνου)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • ντεσιμπελόμετρο — το βολτόμετρο εναλλασσόμενου ρεύματος βαθμονομημένο σε ντεσιμπέλ που χρησιμοποιείται στις τηλεπικοινωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεσιμπέλ «μονάδα μέτρησης τής έντασης τού ήχου» + συνδετικό φωνήεν ο + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • ακουστός — –ή, ό (Α ἀκουστός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή νεοελλ. 1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος 2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι αρχ. (με άρν.) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ηχορρύπανση — η οικολ. νεολογισμός που χαρακτηρίζει την υποβάθμιση τού φυσικού περιβάλλοντος στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία λόγω υπερβολικού θορύβου από μηχανές, εργοστάσια, αεροπλάνα αυτοκίνητα κ.λπ., ο οποίος μετριέται σε λογαριθμικές μονάδες ντεσιμπέλ.… …   Dictionary of Greek

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

  • μακρόηχος — ο φυσ. ηχητικό κύμα υψηλής έντασης, ισχυρότερο τουλάχιστον κατά 150 ντεσιμπέλ από τον ασθενέστερο ακουστό ήχο …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”